- ἴωμαι
- ἴ̱ωμαι , ἰόομαιbecomeperf ind mp 1st sgἴ̱ωμαι , ἰόωbecomeperf ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek
ἰῶμαι — ἰάομαι j pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἰάομαι j pres ind mp 1st sg ἰάομαι j pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἰάζω fut ind mid 1st sg ἰόομαι become pres subj mp 1st sg ἰόομαι become pres ind mp 1st sg (doric aeolic) ἰόω become … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
ίημα — ἴημα, τὸ (Α) [ιώμαι] ιων. και επιγρ. τ. τού ίαμα* … Dictionary of Greek
ανιώμαι — ἀνιῶμαι ( άομαι) (AM) [ιώμαι] θεραπεύω πάλι … Dictionary of Greek
εξιώμαι — ἐξιῶμαι, άομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποκαθιστώ, επανορθώνω 3. αποτρέπω («πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώμαι «θεραπεύω»] … Dictionary of Greek
ευίατος — η, ο (ΑΜ εὐίατος, ον, Α ιων. τ. εὐίητος, ον) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι] … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
ιαίνω — (Α ἰαίνω) θεραπεύω, γιατρεύω αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ ὕδωρ», Ομ. Οδ. β. «ἰαίνετο δ ὕδωρ», Ομ. Οδ.) 2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.) 3. ευφραίνω … Dictionary of Greek
λογίατρος — λογίατρος, ὁ (Α) γιατρός μόνο στα λόγια, ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + ἰατρός (< ἰῶμαι)] … Dictionary of Greek